- συνηλοίησε
- συναλοάωthresh out togetheraor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναλοώ — άω, Α 1. αλωνίζω μαζί με άλλον 2. κατασυντρίβω («δαλεῑτο πρόσωπον, μέχρι συνηλοίησε παρήϊα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλοῶ «αλωνίζω, θρυμματίζω»] … Dictionary of Greek